- ἀγαλματοφόρος
- ἀγαλματο-φόρος, ον,A carrying an image in one's mind, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαλματοφόρος — ἀγαλματοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει, που διατηρεί κάποια εικόνα στο μυαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. (αρχ., μσν.) ἀγαλματοφορῶ] … Dictionary of Greek
ἀγαλματοφόρος — carrying an image in one s mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλματοφορώ — ἀγαλματοφορῶ ( έω) (AM) [ἀγαλματοφόρος] έχω, διατηρώ την εικόνα, τη μορφή κάποιου στο μυαλό μου … Dictionary of Greek